αναποφάσιστος

αναποφάσιστος
-η, -ο
1. αυτός που δεν παίρνει οριστική απόφαση για κάτι, διστακτικός, αμφιταλαντευόμενος
2. αυτός, για τον οποίο δεν έχει ληφθεί ακόμη απόφαση
3. το ουδ. ως ουσ. το αναποφάσιστον η αναποφασιστικότητα*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + αποφασίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικό τής Γαλλικής Γλώσσας τού Γρηγορίου Ζαλίκογλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αναποφάσιστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν παίρνει αποφάσεις, ο δισταχτικός: Σ όλες τις κρίσιμες στιγμές ήταν αναποφάσιστος. 2. το ουδ. ως ουσ., το αναποφάσιστο η δισταχτικότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόθορνος — Υπόδημα που φορούσαν οι ηθοποιοί της αρχαίας τραγωδίας. Επρόκειτο για μια κοντή μπότα που δενόταν μπροστά με κορδόνια και είχε παχύ πέλμα, ώστε να προσδίδει μεγαλύτερο ανάστημα στον υποκριτή. Στον κ. –του οποίου η εισαγωγή στο αρχαίο ελληνικό… …   Dictionary of Greek

  • άβουλος — η, ο (Α ἄβουλος, ον) [βουλή] ο δίχως βούληση, θέληση νεοελλ. ο δίχως πρωτοβουλία, αναποφάσιστος αρχ. 1. αυτός που σκέπτεται άσχημα ή επιπόλαια, απερίσκεπτος, ασυλλόγιστος 2. άκαρδος, άσπλαχνος, αδιάφορος …   Dictionary of Greek

  • άγνωμος — και ανέγνωρος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει γνώμη, άβουλος, αναποφάσιστος, διστακτικός 2. ανόητος, επιπόλαιος, απερίσκεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά το Ιστ. Λεξ. Ακαδημίας Αθηνών < αρχ. επίθ. ἀγνώμων ή < α στερητ. + γνώμη. ΠΑΡ. αγνωμιά] …   Dictionary of Greek

  • αδιάκριτος — η, ο (Α ἀδιάκριτος, ον) 1. αυτός που δεν διακρίνεται ή δεν διαχωρίζεται εύκολα, δυσδιάκριτος, αξεχώριστος, αδιαχώριστος 2. (εττίρρ.) αδιακρίτως δίχως διάκριση, ανεξαιρέτως νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει διακριτικότητα, ο μη διακριτικός, περίεργος …   Dictionary of Greek

  • αθέλητος — η, ο (Α ἀθέλητος, ον) [θέλω] αυτός που γίνεται ή επιβάλλεται παρά τη θέληση κάποιου, ακούσιος, απρόθυμος, αναγκαστικός 2. ο χωρίς θέληση, αναποφάσιστος μσν. αυτός που δεν τόν θέλει κανείς …   Dictionary of Greek

  • αμφίβουλος — ἀμφίβουλος, ον (Α) αυτός που ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο βουλές, γνώμες, δίγνωμος, διστακτικός, αναποφάσιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + βουλή] …   Dictionary of Greek

  • αμφιταλαντεύομαι — (Μ ἀμφιταλαντεύω) νεοελλ. σκέπτομαι αν πρέπει να κάνω κάτι ή όχι, διστάζω, είμαι αναποφάσιστος μσν. σταθμίζω κάτι σε τρόπο ώστε να κλίνει εξίσου και στις δύο πλευρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + ταλαντεύομαι. ΠΑΡ. νεοελλ. αμφιταλάντευση] …   Dictionary of Greek

  • αμφοτερογνώμων — ἀμφοτερογνώμων ( ονος), ον (Μ) αυτός που έχει δύο γνώμες, ο δίγνωμος, αναποφάσιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφότεροι + γνώμων < γνώμων] …   Dictionary of Greek

  • βραδύς — εία, ύ (AM βραδύς, εῑα, ύ) αργός, μη ταχύς αρχ. 1. (για τον νου) αργός, αργόστροφος 2. διστακτικός, αναποφάσιστος 3. το ουδ. ως ουσ. η βραδύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βραδύς ανήκει μορφολογικά στα επίθετα σε ύς, πρβλ. βραδύς, ταχύς, ωκύς κ.ά. Εάν γίνει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”